- σίκη
- και σῑκα, ἡ, Αεγχειρίδιο, ξιφίδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sica «μαχαίρι, εγχειρίδιο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σικάριον — τὸ, Α εγχειρίδιο, μικρό ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίκη / σῖκα «μαχαίρι, εγχειρίδιο» + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον)] … Dictionary of Greek